- βιβλίο
- Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του χειρόγραφου β. Για τις πρώτες χιλιετίες οι ειδήσεις είναι λίγες και ασαφείς: το β. πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ανατολή, πού ακριβώς όμως και πώς δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Πιθανώς να εμφανίστηκε συγχρόνως σε πολλά μέρη, όπου μια συγκροτημένη πια κοινωνία είχε φτάσει με τον πολιτισμό στην ανάγκη να καταστήσει γραπτές τις νομικές διατάξεις, τις θρησκευτικές αντιλήψεις ή κείμενα δημοσίου οπωσδήποτε ενδιαφέροντος. Το χρησιμοποιούμενο υλικό ήταν διαφορετικό, ανάλογα με τις εποχές και με τις χώρες· στην αρχή το υλικό που μπορούσε να βρεθεί ευκολότερα ήταν ασφαλώς φοινικόφυλλα ή φλούδες δέντρων, πινάκια από άργιλο ή από ξύλο, ταινίες από μεταξωτό ή λινό ύφασμα ή από περγαμηνή, δέρμα ή χαρτί. Η παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα πρώτα β. γράφτηκαν πάνω σε φλούδα δέντρου, πρέπει να είναι αρκετά παλαιά, αφού οι δύο ισοδύναμοι όροι βίβλος (ή βύβλος = το φυτό πάπυρος) στην ελληνική και liber (φλοιός δέντρου) στη λατινική έχουν περίπου την ίδια σημασία. Το β. όμως μπήκε στην ιστορία περίπου το 3000 π.Χ. με τη μορφή κυλινδρικού φύλλου από πάπυρο. Την εποχή εκείνη η επεξεργασία του παπύρου στην Αίγυπτο είχε ήδη φτάσειπολύ γρήγορα σε σημαντικό επίπεδο: ελαφριά και λεπτή, αλλά αρκετά ανθεκτική (το αρχαιότερο κείμενο που διατηρήθηκε έως σήμερα ανάγεται στο 2400 π.Χ.), η γραφική αυτή ύλη φαίνεται ότι προσφερόταν αρκετά καλά στο σχήμα του ελληνικού κυλίνδρου και του volumen (από το λατινικό volvere = τυλίγω) των Ρωμαίων, γι’ αυτό και κατέληξε να υιοθετηθεί στην Ελλάδα και τη Ρώμη. Την ίδια εποχή κατά την οποία στην κοιλάδα του Νείλου τα φύλλα παπύρου γίνονταν το κύριο υλικό που χρησιμοποιούσαν για τη γραφή και καθόριζε το σχήμα του β., στην Ανατολή ένας άλλος πολιτισμός είχε φτάσει σε υψηλό επίπεδο ανάπτυξης: ήταν ο κινεζικός πολιτισμός, ο οποίος την 3η χιλιετία φαίνεται πως είχε ήδη μια λογοτεχνική παραγωγή. Σύμφωνα με την παράδοση, και στην Κίνα επίσης χρησιμοποιούσαν ως γραφική ύλη φλοιό δέντρου, αλλά δεν έφτασε τίποτα έως εμάς. Κατά την παράδοση πάντοτε, αυτό οφείλεται στο άουτο ντα φε που είχε διατάξει ο αυτοκράτορας Τσ’ιν Σι Χουάνγκ-τι, ο οποίος το 213 π.Χ. έκαψε όλα τα β. που ήταν αντίθετα με τις ενέργειές του. Φαίνεται ότι από την εποχή εκείνη άρχισε να χρησιμοποιείται ως γραφική ύλη το μετάξι. Άλλα μεγάλα κέντρα πολιτισμού ήταν η Συρία και η Χαλδαία. Ολόκληρες πλουσιότατες βιβλιοθήκες, αποτελούμενες από πινάκια από άργιλο, χαραγμένα με τους χαρακτηριστικούς σφηνοειδείς χαρακτήρες, έφτασαν άθικτα μέχρι τις μέρες μας. Παράδειγμα αποτελεί η συλλογή στη Νινευή του βασιλιά Ασουρμπανιμπάλ (7ος αι. π.Χ.), η οποία αριθμεί 22.000 πινάκια. Στο μεταξύ, ο πάπυρος διαδόθηκε ως γραφική ύλη σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Στην Ελλάδα, ο πάπυρος έγινε γνωστός τον 7ο αι. π.Χ. και εξακολούθησε να χρησιμοποιείται μέχρι τον 5ο αι., όταν οι εξαγωγικοί φόροι και οι δαπάνες μεταφοράς αύξησαν υπερβολικά την τιμή του. Παρουσίαζε άλλωστε πολλά μειονεκτήματα: αρκετά εύθραυστος και ευαίσθητος στην υγρασία και στη φωτιά, επέτρεπε τη γραφή μόνο από τη μία πλευρά του και γι’ αυτό χρειάζονταν πολλοί κύλινδροι για ένα και μόνο κείμενο. Έτσι, κατέληξαν σε ένα υλικό που χρησιμοποιούσαν από αμνημόνευτους χρόνους στις μεσογειακές χώρες: το δέρμα ζώου. Επειδή ο τρόπος κατεργασίας του δέρματος των προβάτων είχε τελειοποιηθεί στην Πέργαμο, οι Ρωμαίοι έδωσαν στο υλικό αυτό –που γρήγορα επιβλήθηκε– την ονομασία περγαμηνή. Όχι πολύ ευαίσθητο στη θερμότητα και την υγρασία, ελαφρύ και αρκετά ανθεκτικό, το φύλλο της περγαμηνής μπορούσε να τυλιχτεί και να διπλωθεί με οποιονδήποτε τρόπο, να κοπεί σε οποιεσδήποτε διαστάσεις, να γραφεί και από τις δύο πλευρές, και ακόμα –όταν το απέξεαν και το έπλεναν– ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί και πάλι. Στην αρχή, η περγαμηνή χρησιμοποιήθηκε με τη μορφή κυλίνδρου, αλλά πολύ γρήγορα την έκοψαν σε φύλλα, που ενωμένα σε τετράδια αποτέλεσαν το β. με τη μορφή του κώδικα, ο οποίος παρουσιάζει και ευκολία στο άνοιγμα, το κλείσιμο και το ξεφύλλισμα. Με τον κώδικα, η μορφή του β., η οποία ουσιαστικά θα παρέμενε αναλλοίωτη έως την εποχή μας, είχε επιτέλους βρεθεί. Η περγαμηνή αντικατέστησε από τον 4ο αι. τον πάπυρο, ο οποίος εξακολούθησε να χρησιμοποιείται έως τον 11o αι. μόνο στα έγγραφα των καγκελαριών και κάποτε στα διπλώματα. Στην εποχή του Κικέρωνα και του Κάτουλου, οι κώδικες χρησιμοποιούνταν ακόμα αντί των επιχρισμένων με κερί πινακίων, των οποίων είχαν πάρει το σχήμα, δηλαδή ως β. λογαριασμών και διαχείρισης, ενώ η χρησιμοποίησή τους για λογοτεχνικά κείμενα ήταν ακόμα ελάχιστα διαδεδομένη στους χρόνους του Μαρτιάλιου. Κατά τους τελευταίους όμως αιώνες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο κώδικας κέρδισε έδαφος και η ιστορία του β. στην Ευρώπη ήταν η ιστορία του κώδικα από περγαμηνή. Ο πάπυρος, τα επιχρισμένα με κερί πινάκια και οι κύλινδροι από περγαμηνή επιζούσαν, αλλά για χρήση ξένη προς τη χρήση του β.
Το β. με τη μορφή κώδικα θα επιζήσει άλλους δέκα αιώνες: ήταν χαρακτηριστικό του χριστιανικού πολιτισμού και αποτέλεσε το κύριο όργανο της καρλοβιγγειανής αναγέννησης. Με την παρόρμηση των μεγάλων ιδρυτών θρησκευτικών ταγμάτων, και ιδιαίτερα του αγίου Βενέδικτου, ο μοναχοί επιδόθηκαν στην αντιγραφή β. Από την Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία έως την Ιταλία και την Ισπανία και τις όχθες του Ρήνου, οι ιερωμένοι αντιγραφείς ασχολήθηκαν στα εργαστήριά τους (scriptoria)με την αντιγραφή, την εικονογράφηση με μινιατούρες, τη βιβλιοθέτηση των καλύτερων έργων κλασικών συγγραφέων ή των Πατέρων της Εκκλησίας. Επιζητήθηκε επίσης η βιομηχανοποίηση της τεχνικής με την κατανομή της αντιγραφικής εργασίας σε ομάδες αντιγραφέων και με την τυποποίηση της γραφής, έτσι ώστε να γίνεται ελάχιστα αντιληπτή η διαφορά μεταξύ αντιγραφέων. Μέχρι τον 12o αι., το β., προϊόν σχεδόν αποκλειστικά των αβαείων και των μοναστηριών, πλουσιότερο σε κοσμήματα, μινιατούρες και χρυσές διακοσμήσεις, ήταν συχνά ένα πολύτιμο αντικείμενο, που δεν προοριζόταν για την κυκλοφορία και τη διάδοση των γνώσεων. Με την εμφάνιση των πανεπιστημίων, άλλαξαν και οι κατευθύνσεις· η διάδοση της πνευματικής καλλιέργειας παρακινούσε το διάβασμα, η λατινική πνευματική παραγωγή έπαψε να είναι η μοναδική, γιατί προέβαλαν η μία μετά την άλλη οι εθνικές λογοτεχνίες. Εμφανίστηκαν έτσι εργαστήρια β. διευθυνόμενα από λαϊκούς, όχι πια στα μοναστήρια αλλά στις πόλεις, χωρίς να υπολογίσουμε τους περιπλανώμενους αντιγραφείς, οι οποίοι γύριζαν στα χωριά και στους πύργους προσφέροντας τις υπηρεσίες τους, όπως οι γελωτοποιοί και οι τροβαδούροι.
Το υπερβολικό κόστος της περγαμηνής, που παρουσίασε αμέσως ένα μεγάλο εμπόδιο στη διάδοση της πνευματικής καλλιέργειας, ξεπεράστηκε με την εισαγωγή μιας νέας γραφικής ύλης, του χαρτιού, που έφτασε στην Ιταλία από τη Σικελία, όπου το είχαν εισαγάγει οι Άραβες. Πιο ελαφρύ και εύχρηστο από την περγαμηνή, το χαρτί –μολονότι συνέβαλε τεράστια στη διάδοση του β. στο ευρύ κοινό– δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία των κωδίκων και των χειρόγραφων β., συνέβαλε όμως στην ανακάλυψη της τυπογραφίας, με την οποία η εργασία των αντιγραφέων πέρασε στους τυπογράφους. Η τυπογραφία έκανε τα πρώτα της βήματα με τα β. ξυλογραφιών, τα οποία αποτελούνταν από ξυλογραφίες συνοδευόμενες με μύθους· η μεγάλη ανάπτυξή της όμως σημειώθηκε με το σκάλισμα κινητών στοιχείων (βλ. λ. τυπογραφία). Η νέα τέχνη διαδόθηκε αρκετά γρήγορα· στη διάρκεια του 15ου αι. σε περισσότερες από εκατό πόλεις της Ευρώπης εγκαταστάθηκαν τυπογραφικά εργαστήρια. Η Ιταλία –που ήταν η πρώτη που φιλοξένησε Γερμανούς τυπογράφους (1465)– κράτησε τα πρωτεία της νέας τέχνης ολόκληρο αυτό τον αιώνα. Τα β. της πρώτης περιόδου της τυπογραφίας μιμήθηκαν στην εξωτερική τους εμφάνιση τους κώδικες και είχαν κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα σε όλες τις χώρες· ονομάστηκαν incunabula (αρχέτυπα) επειδή είναι τα προϊόντα μιας τέχνης ακόμα στα σπάργανα (από το λατινικό incunabula = σπάργανα), δηλαδή στην αυγή της μελλοντικής εξέλιξης ανυπολόγιστης σημασίας.
ΣτηνΙταλία, μέσα στο κλίμα του ουμανιστικού πολιτισμού και της Αναγέννησης, τυπογράφοι και λόγιοι ασχολήθηκαν με την εκλογή και τη διόρθωση των κειμένων καθώς και με την έκδοση β. σε ευμεταχείριστο σχήμα και με αρκετά ποικίλο περιεχόμενο: κοντά στην κλασική λογοτεχνία η λαϊκή, κοντά στις ιατρικές πραγματείες οι νομικές, μαζί με τα εικονογραφημένα χρονικά τα λειτουργικά β. Στις πρώτες δεκαετίες του επόμενου αιώνα, η Iταλία, με τους Μανούτιους, τους Πούντα, τους Τζολίτο, τον Μαρκολίνο, τον Βλάντο και πολλούς άλλους τυπογράφους –εκδότες και λογίους–, εξακολούθησε να κατέχει τα πρωτεία σε ολόκληρη την Ευρώπη, μολονότι άλλοι διάσημοι τυπογράφοι συναγωνίζονταν τους Ιταλούς: στη Γαλλία οι Εστιέν ή Ετιέν (Στέφανος)· στη Βασιλεία οι Φρόμπεν, διάσημοι από την έκδοση των έργων του Λουθήρου και της Βίβλου στα γερμανικά· στην Ολλανδία οι Πλαντέν, οι οποίοι στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες εξέδιδαν οποιοδήποτε β. αναφερόταν στη λογοτεχνική και θρησκευτική κίνηση της εποχής και κατακτούσαν τις ισπανικές αγορές.
Κατά τη διάρκεια του 16ου αι., το β. έχασε σιγά-σιγά τα γνωρίσματα εκείνα που το έκαναν να αποτελεί μίμηση του κώδικα και απέκτησε μια φυσιογνωμία που επρόκειτο να μείνει εντελώς δική του: εμφανίστηκε η προμετωπίδα και η αρίθμηση των σελίδων, εξαφανίστηκαν τα incipit και explicit και τα άλλα στοιχεία που προέρχονταν από τα χειρόγραφα, υιοθετήθηκαν στις εικονογραφήσεις οι χαλκογραφίες αντί των ξυλογραφιών ως πιο κατάλληλες για τα εκλαϊκευτικά και επιστημονικά κείμενα που άρχιζαν να διαδίδονται με τη γενική αφύπνιση των πολιτιστικών ενδιαφερόντων. Τέλος, με τα κλασικά και ουμανιστικά κείμενα συμβάδιζε και η σύγχρονη παραγωγή, πλούσια και ποικίλη: θέατρο, αρχιτεκτονική, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, περιγραφές κυνηγιού, β. για κεντήματα και ξιφομαχίες, αλλά κυρίως επιστημονικά θέματα (ιατρική, χειρουργική, βοτανική κλπ.). Τον 17ο αι. παρουσιάστηκε μια κάποια πτώση της τυπογραφικής τέχνης, ιδιαίτερα στην Ιταλία: διακοσμημένη και αρκετά εμφανίσιμη η προμετωπίδα, λίγο φροντισμένο όμως το κείμενο, που το καθιστούσαν χειρότερο το χαρτί και τα κακής ποιότητας μελάνια. Όσο για το περιεχόμενο, θριάμβευε το β. επικαιρότητας με την πιο απαξιωτική σημασία της λέξης: πολεμικοί λίβελοι, δουλικά δημοσιεύματα που εξυμνούσαν τους ισχυρούς της ημέρας, φυλλάδια για τους πιστούς, κατηχητικά, αλμανάκ, λαϊκή λογοτεχνία, λιμπρέτα για την όπερα. Μέσα στη γενική αθλιότητα και του περιεχομένου και της τυπογραφικής τέχνης, ξεχώριζαν οι εικονογραφήσεις, συχνά αρκετά ωραίες, έργα ικανών καλλιτεχνών. Η ίδια παρακμή σημειώνεται στη γαλλική, αγγλική και γερμανική παραγωγή· μόνο στην Ολλανδία, με τον ένδοξο οίκο των Ελζεβίρ, εκδίδονταν άψογα β. μικρού σχήματος, τυπωμένα με ωραιότατα στοιχεία και με περιεχόμενο αρκετά ποικίλο και ενδιαφέρον. Τον 18o αι. σημειώθηκε παντού μια αναγέννηση του πνευματικού πολιτισμού και της καλαισθησίας· παρουσιάστηκε μια αντίδραση στο μπαρόκ και μια τάση προς την απλότητα, στην οποία ήδη διαφαινόταν η σκιά του νεοκλασικισμού. Εξαφανίστηκαν οι εντυπωσιακές προμετωπίδες με τις διακοσμήσεις και τις ξυλογραφίες, ο ρόλος της τυπογραφίας ξανάγινε πρωταρχικός και η διακόσμηση έγινε ελαφρύτερη και εναρμονισμένη με το κείμενο. Η Ιταλία κέρδισε και πάλι ευρωπαϊκή φήμη με τυπογραφικά καταστήματα όπως του Σεμιναρίου ή της Βόλπι στην Πάντοβα ή της Ρεμοντίνι στο Μπασάνο. Η Βενετία έγινε ονομαστή για την έκδοση σύγχρονων έργων και για τις εικονογραφήσεις από διάσημους καλλιτέχνες.
Αληθινός γίγαντας της τυπογραφίας, ο Μποντόνι, παρουσίασε θαυμάσια και τεχνικώς άρτια β., μολονότι όχι ιδιαίτερα φροντισμένα σε ό,τι αφορά το κείμενο. Στη Γαλλία, οι Διδότοι ανέπτυξαν ένα ανθηρότατο εμπόριο β. και στις εκδόσεις τους οφείλεται η διάδοση του β. σε κάθε κοινωνικό επίπεδο, με την επιδίωξή τους να εκλαϊκεύσουν τον κλασικό πνευματικό πολιτισμό. Τον ίδιο αιώνα εμφανίζεται αξιόλογη εκδοτική αναγέννηση στην Αγγλία, κυρίως χάρη στον Κάσλον, και η δημιουργία νέων εκδοτικών κέντρων στη Μόσχα, στο Κίεβο και κυρίως στην Πετρούπολη, με την πρωτοβουλία του Μεγάλου Πέτρου. Στο μεταξύ, στη Βόρεια και στη Νότια Αμερική, το τυπωμένο β. –που εισήγαγαν οι ιησουίτες τον 16o αι.– άρχισε να παρουσιάζεται τεχνικά τελειοποιημένο και με ποικίλο περιεχόμενο: εκτός από τα θρησκευτικά β., εκδίδονταν και πολιτικά έργα, αλμανάκ και νομικά κείμενα. Τέλος, στη διάρκεια του 19ου αι., οι τεχνικές πρόοδοι, που σημείωσαν αυξανόμενο ρυθμό, συνετέλεσαν στο να αποκτήσουν τα β. την ολοένα αυξανόμενη κυκλοφορία, τη μεγάλη ποικιλία και το χαμηλό κόστος που τα χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα. Στην Ιταλία σημείωσε πρόοδο η εκλαϊκευτική φιλολογία συνηθισμένης αλλά ζωντανής επικαιρότητας, όχι πολύ σημαντική από την άποψη της τυπογραφικής τέχνης, σημαντικότατη όμως από την άποψη των ιδεών και των θεμάτων που προμήνυαν το Ριζορτζιμέντο: πατριωτικά και σατιρικά φυλλάδια, επιβλητικές συλλογές κλασικών. Στη Γαλλία, όπου η Επανάσταση είχε προκαλέσει την παρακμή του β. προς μεγάλο όφελος του καθημερινού Τύπου, τον 19ο αι. σημειώθηκε επιστροφή στα μεγάλα μνημειώδη έργα, στα ρομαντικά εικονογραφημένα έργα και οπωσδήποτε μια γενική άνοδος της καλλιτεχνικής τυπογραφίας. Η άνοδος αυτή ήταν αρκετά λιγότερο αισθητή στη Γερμανία. Στην Αγγλία, αντίθετα, αναπτυσσόταν ένα φαινόμενο τυποποίησης, το οποίο, αν και απέβαινε σε βάρος των προόδων της τυπογραφικής τέχνης, αποτελούσε μεγάλο πλεονέκτημα για τη διάδοση του πνευματικού πολιτισμού.
Τον 20ό αι., η τεράστια βιομηχανική ανάπτυξη έδωσε μεγάλη ώθηση στην παραγωγή του β., που εμφανίστηκε να καταλαμβάνει ολοένα μεγαλύτερο χώρο και παρουσίασε μερικά σπουδαία χαρακτηριστικά: πριν απ’ όλα, τη θεαματική αύξηση εκλαϊκευτικών εκδόσεων με χαμηλό κόστος και μεγάλο τιράζ που πραγματοποίησαν αληθινή επανάσταση του β., αγκαλιάζοντας ολοένα και ευρύτερα στρώματα αναγνωστών. Αναφέρονται ως παράδειγμα τα Penguin books στην Αγγλία, που πρωτοεκδόθηκαν γύρω στο 1930, τα Pocket books στην Αμερική, που κυκλοφορούν σε εκατομμύρια αντίτυπα από το 1939, τα Livres de Poche και η σειρά Que sais-je? στη Γαλλία. Στην Ιταλία, διάφοροι ιταλικοί οίκοι εξέδωσαν σειρές εκλαϊκευτικών έργων. Στη διάδοση του β. συνέβαλε, ιδιαίτερα κατά τη μεταπολεμική εποχή, το σύστημα των δόσεων και η επιτυχία των β. που εκδίδονταν σε φυλλάδια και πωλούνταν στα περίπτερα.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εκδοτικής παραγωγής του 20ού αι. ήταν η ζήτηση των λεγόμενων β.-δώρων, καθώς και των β. τέχνης, που είναι χαρακτηριστικά για την κομψότητα της τυπογραφικής τους εμφάνισης και για την τελειότητα των αναπαραγωγών και της φωτογραφίας τους. Μεταξύ των δύο αυτών ακραίων πόλων αναφέρουμε –στο επιστημονικό πεδίο– την πρόοδο που σημείωσαν τα εξειδικευμένα β., από τα οποία χαίρουν μεγάλης εκτίμησης οι σειρές των αγγλοσαξονικών εκδόσεων, από τότε που η αγγλική θεωρείται διεθνής γλώσσα των επιστημόνων. Τέλος, σε κάθε χώρα πολλαπλασιάστηκαν οι εκδόσεις των κλασικών, είτε στο πρωτότυπο είτε σε φροντισμένες μεταφράσεις.
Τo ελληνικό β.Από τα ίδια περίπου στάδια εξέλιξης πέρασε και το ελληνικό β. Με τη μορφή του χειρογράφου κώδικα είχε πολύ μεγαλύτερη κυκλοφορία στον χώρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας απ’ όση γνώρισε κατά την αντίστοιχη περίοδο στη Δύση, όπου οι βαρβαρικές επιδρομές (3ος–6ος αι.) κατέστρεψαν τα μεγάλα αστικά κέντρα και κατέβασαν το επίπεδο του πολιτισμού για αρκετούς αιώνες. Από περγαμηνή μέχρι τον 13o αι., και στη συνέχεια από χαρτί, το β. ήταν σε ευρύτατη χρήση στα σχολεία του Βυζαντίου, στην εκκλησία, στη διοίκηση και στα μοναστήρια. Η τιμή –ιδίως του περγαμηνού β.– ήταν σχετικά υψηλή: π.χ. ο Αρέθας, τον 10o αι. χρειάστηκε να πληρώσει ένα υψηλό ποσό για να αποκτήσει μια καλή έκδοση του Ευκλείδη. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης η κυκλοφορία του β. ακολούθησε, όπως ήταν φυσικό, τη γενική πτώση της πολιτιστικής στάθμης στον ελληνικό χώρο. Όμως, την πνευματική παράδοση του Βυζαντίου μετέφεραν στη Δύση οι πολυάριθμοι Έλληνες πρόσφυγες λόγιοι, που χωρίς να χάσουν τη συνείδηση της καταγωγής τους εντάχτηκαν στο κίνημα της Αναγέννησης που μεσουρανούσε τα χρόνια εκείνα στην Ιταλία. Έτσι, λίγο μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, εμφανίστηκε και το πρώτο ελληνικό έντυπο β.: η Γραμματική του Κων. Λάσκαρη που εκδόθηκε το 1476 στο Μιλάνο από τον Κρητικό Δημήτριο Δαμιλά. Μέχρι το τέλος του 15ου αι. ακολούθησαν άλλες 26 εκδόσεις ελληνικών β., μεταξύ των oποίων αξίζει να μνημονευτούν η πρώτη έκδοση των ομηρικών επών από τον Δημ. Χαλκοκονδύλη (Φλωρεντία, 1488) και η εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση Μέγα Ετυμολογικόν (Βενετία, 1499) της εκδοτικής εταιρείας Νικολάου Βλαστού και Ζαχαρία Καλλέργη. Από τα τέλη του 15ου έως τα τέλη του 17ου αι. τα ελληνικά β. τυπώνονταν σχεδόν αποκλειστικά στη Βενετία από τον περίφημο Ιταλό τυπογράφο Άλδο Μανούτιο και τους διαδόχους του (1490-1597), που οι εκδόσεις τους είναι γνωστές ως Αλδίνες, από τους επίσης Ιταλούς τυπογράφους Σάμπιο, Ζανέτι, Σπινέλι, Πινέλι, Βόρτολι, και ιδίως από τα τυπογραφεία των Ηπειρωτών Γλυκύδων (1671-1831), του Σάρου (1681-1778) και των Θεοδοσίου (1755-1824). Από τα τέλη του 17ου αι. πλήθυναν οι εκδόσεις ελληνικών β. και σε άλλες πόλεις που βρίσκονταν σε αμεσότερη σχέση με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό (Ιάσιο, Βουκουρέστι, Τιργόβιστο της Βλαχίας, Βιέννη, Μοσχόπολη της Ηπείρου κ.ά.). Έτσι, από το 1476 μέχρι το 1800 εκδόθηκαν περίπου 2.500 ελληνικά β. (χωρίς να υπολογίσουμε τις επανεκδόσεις). Ο αριθμός των αντιτύπων ήταν σχετικά μικρός: 1.000 αντίτυπα κατά μέσο όρο. Εδώ, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο το μικρό ποσοστό των εγγράμματων αλλά και το γεγονός ότι μέχρι τις αρχές του 19ου αι. το χειρόγραφο β. εξακολουθούσε να είναι σε μεγάλη χρήση σε ολόκληρη την ελληνική Ανατολή.
Από άποψη εμφάνισης, το ελληνικό β. ακολούθησε τη γενική εξέλιξη των β. που τυπώνονταν στην Ιταλία: μεγάλη εξάρτηση από το στιλ των χειρογράφων αρχικά, βαρυφορτωμένο με χαλκογραφίες και στολίδια αργότερα, πιο λιτό στην εμφάνιση κατά τον 18ο αι. Όσο για το περιεχόμενό τους, το μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών β. που κυκλοφόρησαν πριν από το 1800 ήταν θρησκευτικά (διδαχές, δογματικές πραγματείες, κείμενα Βυζαντινών θεολόγων), και ιδιαίτερα λειτουργικά (Ευαγγέλια, ψαλτήρια, μηναία κλπ.). Τη δεύτερη σε ποσοστό ομάδα αντιπροσωπεύουν οι εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, γραμματικές, λεξικά και ανθολογίες κειμένων, που προορίζονταν κυρίως για σχολική χρήση. Δεν έλειπαν όμως και τα β. που απευθύνονταν στον μέσο αναγνώστη (λαϊκές χρονογραφίες, δημώδη βυζαντινά και νεότερα ποιήματα, έργα του κρητικού θεάτρου κλπ.). Τον 18ο αι. αυξήθηκαν οι εκδόσεις φιλοσοφικών έργων, εγχειριδίων φυσικής, αστρονομίας, γεωγραφίας, πρωτοτύπων ή μεταφρασμένων από άλλες γλώσσες.
Από τις αρχές του 19ου αι., και ιδίως μετά την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο αριθμός και η ποικιλία των εκδιδόμενων β. αυξήθηκε σημαντικά. Ιδρύθηκαν τυπογραφεία σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις: Αθήνα, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Ναύπλιο, Ερμούπολη, Κέρκυρα, Πάτρα κλπ. Το ποσοστό των θρησκευτικών β. μειώθηκε, ενώ διαβάζονταν πολύ έργα που αναφέρονταν στον αγώνα της Ανεξαρτησίας, πολιτικά δοκίμια, λίβελοι και λαϊκά αναγνώσματα μεταφρασμένα από άλλες γλώσσες. Με την επίδραση του νεοκλασικισμού και αργότερα του ρομαντισμού, τα β. κοσμούνταν με ανάλογες παραστάσεις και πλούσια εικονογράφηση με ωραίες χαλκογραφίες. Η ποιότητα του χαρτιού επίσης βελτιώθηκε, η τυπογραφική επιμέλεια ήταν ικανοποιητική και η τιμή του β. γινόταν όλο και πιο προσιτή στον μέσο αναγνώστη.
Από τις αρχές του 20ού αι. και ιδιαίτερα μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, το ελληνικό β. έφτασε σε επίπεδα ευρωπαϊκά, αν όχι από πλευράς τιράζ, πάντως από την άποψη της εμφάνισης και του περιεχομένου. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, και ιδίως μετά τη μεταπολίτευση (1974), η ζήτηση του β. μεγαλώνει συνεχώς. Αξιοσημείωτη είναι η επιτυχία που σημείωσαν, χάρη στη φτηνή τιμή και στην καλή τους εμφάνιση, οι τυποποιημένες εκδόσεις σε μεγάλες σειρές, που και προπολεμικά είχαν σημαντική κυκλοφορία.
Ηλεκτρονικό β. (e-book). Όπως σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με την πληροφορία, έτσι και στον χώρο του β. η επίδραση της τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια του 20ού αι. υπήρξε καταλυτική. Πέρα από την εκβιομηχάνιση του εκδοτικού κλάδου (ένα ζήτημα που αφορά κυρίως τον εκδοτικό χώρο) και την παγκοσμιοποίηση των εκδόσεων, μέσα από μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους που επωφελούνται από την καθιέρωση της αγγλικής σε επίσημη παγκόσμια γλώσσα (καθιστώντας πολλές φορές αχρείαστες τις μεταφράσεις, ιδιαίτερα σε επιστημονικά εγχειρίδια), μια σημαντική πρόκληση αποτέλεσε η εισαγωγή του ηλεκτρονικού β. ως μέσου που θα μπορούσε να αντικαταστήσει το παραδοσιακό, τυπωμένο β. Πρώτα τα CD-ROM και στη συνέχεια αυτόνομες συσκευές (e-book readers) ειδικά για την ανάγνωση β. σε οθόνη υπολογιστή, αλλά και το Ίντερνετ, με την απειρία των πληροφοριών και την ευκολία διανομής που προσέφερε, έδωσαν την εντύπωση ότι το β. όπως το ξέραμε μέχρι σήμερα θα αποτελούσε σύντομα παρελθόν. Παρά τις αισιόδοξες όμως προβλέψεις, η πορεία του ηλεκτρονικού β. δεν ανταποκρίθηκε, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, στις προσδοκίες των εμπνευστών του. Τα πλεονεκτήματα βέβαια είναι πολλά: οικολογικής (περιορισμός στη χρήση χαρτιού και άρα στην υλοτομία), οικονομικής (το άυλο προϊόν είναι φτηνότερο από το υλικό) και τέλος καθαρά πνευματικής μορφής (το πνευματικό έργο μεταβιβάζεται ευκολότερα, χωρίς πολλούς μεσάζοντες). Όμως, οι δυσχέρειες χρήσης, η σύνδεση του πολιτισμού μας με το β. ως υλικό αγαθό με σημασία μεγαλύτερη από αυτήν της μίας χρήσης, αλλά και ζητήματα κατοχύρωσης των πνευματικών δικαιωμάτων, έχουν καθυστερήσει τη διάδοσή του. Πάντως, στις 13 Μαρτίου 2000, 400.000 άνθρωποι, χρήστες του Διαδικτύου, προσπάθησαν συγχρόνως να κατεβάσουν στον υπολογιστή τους το β. του συγγραφέα Στίβεν Κινγκ, Riding the Bullet, την πρώτη μέρα της δοκιμαστικής κυκλοφορίας του στο Ίντερνετ. Το εγχείρημά τους δεν ακολούθησαν πάρα πολλοί τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Αιγυπτιακός πάπυρος της συλλογής «Βιβλίο των Νεκρών», όπου εικονίζονται ο Όσιρις και προσφορές προς τον νεκρό από την περίοδο του Νέου Βασιλείου (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Πολλά ρωμαϊκά βιβλία ήταν πινάκια επιχρισμένα με κερί, πάνω στα οποία χάραζαν τα γράμματα με μια σιδερένια ακίδα.
Σελίδες από έναν εικονογραφημένο κώδικα του 12ου αι. που περιέχει το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο· στην αριστερή σελίδα εικονίζονται η Γέννηση του Ιωάννη του Προδρόμου (πάνω) και ο ευαγγελιστής Λουκάς (κάτω) (Μονή Ιωάννου του Θεολόγου, Πάτμος· φωτ. Στ. Παπαδόπουλου).
Χρυσό ψαλτήριο του Καρλομάγνου (790-795) (Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, Βιέννη).
Αρχέτυπο του 15ου αι.
Μικροκώδικας του 16ου αι.
Χαλκογραφία έκδοσης του 18ου αι.
Σελίδα της «Εγκυκλοπαίδειας» των Ντιντερό και Ντ’ Αλαμπέρ.
Έκδοση του Μποντίνι (18ος αι.).
Έκδοση Τόιμπνερ του 19ου αι.
Σύγχρονη έκδοση τέχνης.
Εικονογραφημένος κώδικας της «Εισόδου στην Ισπανία», γαλλοενετική σύνθεση του 14ου αι., εμπνευσμένη από τον καρλοβιγγειανό κύκλο (Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, Βενετία).
Η πρώτη σελίδα του «Breve populi et compagnarum Pisani Communis» (1300-1308) (Κρατικό Αρχείο, Πίζα).
Προμετωπίδα από έκδοση του 18ου αι. του «Λεξικού» του Ησυχίου, του πληρέστερου σωζόμενου λεξικού της αρχαίας ελληνικής.
Αντιγραφέας χειρογράφου, σε μικρογραφία από τον κώδικα του «De re rustica» του Κολουμέλα (1ος αι. μ.Χ.).
Γενική άποψη της διεθνούς έκθεσης βιβλίου στη Φρανκφούρτη. Κάθε χρόνο, στην έκθεση αυτή συμμετέχουν χιλιάδες εκδότες από όλο τον κόσμο, για να παρουσιάσουν τις νέες εκδόσεις τους.
Έκδοση του βιβλίου «Το ταξίδι μου» από την εκδοτική εταιρεία Ν. Βλαστού και Ιω. Καλλέργη.
Το ηλεκτρονικό βιβλίο (e-book) φιλοδοξεί να αντικαταστήσει το παραδοσιακό βιβλίο και να αλλάξει τα δεδομένα της εκπαίδευσης.
* * *το (AM βιβλίον, Α και βυβλίον)1. σύνολο χειρογράφων ή τυπωμένων φύλλων χαρτιού που έχουν ραφτεί ή συνδεθεί στη μια τους άκρη, τη ράχη2. σύγγραμμα3. μέρος, τμήμα συγγράμματος («το έργο χωρίζεται σε δέκα βιβλία»)μσν.- νεοελλ.επίσημο βιβλίο καταγραφής κτημάτωννεοελλ.φύλλα χαρτιού δεμένα σε σχήμα βιβλίου, στο οποίο γράφονται πρακτικά συνεδρίων, διαταγές, αποφάσεις κ.λπ. («βιβλίο πρακτικών» «λογιστικά βιβλία», «βιβλίο διεκπεραίωσης εγγράφων» κ.λπ.αρχ.1. σύντομη πραγματεία ή επιστολή2. περγαμηνή, έγγραφο3. τα βιβλίαβιβλιοθήκη4. «τὰ βιβλία τὰ ἅγια» — τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. βυβλίον αποτελεί παράγωγο του βύβλος. Το βιβλίον (λ. που εμφανίζεται ήδη από τις αρχαιότερες επιγραφές και επέδρασε αναλογικά στην ορθογραφία του βίβλος*) προήλθε < βυβλίον, με προληπτική αφομοίωση του -υ- προς το -ι- που ακολουθεί. Η λ. βιβλίον, λόγω της σημασίας της, σχηματίζει πολλά σύνθετα και παράγωγα. Απαντά τόσο ως α' συνθετικό όσο και ως β' συνθετικό λέξεων σε -βιβλος (αντί σε *- βιβλιος (αλλά αντιβιβλίον, παλιοβιβλίο, φτηνοβιβλίο).ΠΑΡ. βιβλιακός, βιβλιάριο(ν)αρχ.βιβλάριον, βιβλίδιοναρχ.-μσν.βιβλιδάριον, βιβλιαρίδιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βιβλιοθήκη, βιβλιοκάπηλος, βιβλιοπώληςαρχ.βιβλιαφόρος και βιβλιοφόρος, βιβλιολάθας, βιβλιοφόριον, βιβλιοφυλάκιοναρχ.-μσν.βιβλιογράφος (Α και βιβλιαγράφος)μσν.- νεοελλ.βιβλιοδέτης, βιβλιοφύλακας (Μ -αξ)νεοελλ.βιβλιατρική, βιβλιεκδότης, βιβλιέμπορος, βιβλιογνωσία, βιβλιογνώστης, βιβλιοθήρας, βιβλιοκαπηλεία, βιβλιοκλόπος, βιβλιοκρισία, βιβλιοκριτής, βιβλιολάτρης, βιβλιολατρία, βιβλιομανία, βιβλιομαντεία, βιβλιονόμος, βιβλιοπαραγωγή, βιβλιόσημο, βιβλιοσκώληξ, βιβλιοσοφία, βιβλιοτάφος, βιβλιοτεχνία, βιβλιοφάγος, βιβλιόφιλος, βιβλιοχαρτοπώλης, βιβλιόψειρα. (Β συνθετικό) εξάβιβλος, πεντάβιβλος, πολύβιβλος, φιλόβιβλοςαρχ.εκατοντάβιβλος, οκτώβιβλοςαρχ.-μσν.αντιβιβλίον, μονόβιβλος, τετράβιβλοςμσν.αντίβιβλος, εβδομηκοντάβιβλοςνεοελλ.χρυσόβιβλος, παλιοβιβλίο, φτηνοβιβλίο].
Dictionary of Greek. 2013.